εφιδρωσις

εφιδρωσις
    ἐφίδρωσις
    ἐφ-ίδρωσις
    -εως ἥ испарина Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εφιδρωσις" в других словарях:

  • ἐφίδρωσις — superficial perspiration fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφιδρώσεις — ἐφίδρωσις superficial perspiration fem nom/voc pl (attic epic) ἐφίδρωσις superficial perspiration fem nom/acc pl (attic) ἐφιδρόω perspire in addition to aor subj act 2nd sg (epic) ἐφιδρόω perspire in addition to fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίδρωσιν — ἐφίδρωσις superficial perspiration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίδρωση — η (Α ἐφίδρωσις) [εφιδρώ] η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος νεοελλ. (για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος …   Dictionary of Greek

  • ἐφιδρώσεως — ἐφιδρώσεω̆ς , ἐφίδρωσις superficial perspiration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»